Tuesday, March 7, 2017


Άρθρο στο Capital.gr

Η αρπαγή της Ευρώπης από τον εθνολαϊκισμό

Του Δρα Ανδρέα Μήλιου*

Η αύξηση των ποσοστών των εθνολαϊκιστών, που παρατηρείται τελευταία στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, φαίνεται πως δεν είναι συγκυριακή. Αρχίζει  και εδραιώνεται σε χώρες με υψηλό βιοτικό επίπεδο, οικονομική ισχύ και βαθιά παράδοση στις δημοκρατικές αξίες και τα δημοκρατικά ιδανικά και αποκτά δυναμική. Το κοινωνικό κράτος δικαίου μεταλλάσσεται αργά αλλά σταθερά σε εθνολαϊκιστική οντότητα, με επίκληση τον αγνό πατριωτισμό. Οι εθνικολαϊκιστές, παραφράζοντας τις  θεμελιώδεις αρχές του «δημοκρατικού αυτοκαθορισμού» που ανέπτυξε ο J. Habermas και περιλαμβάνει την πολιτιστική ενοποίηση του πληθυσμού, την συνείδηση συλλογικής ταυτότητας, την συνειδητοποίηση του ανήκειν σε ένα κοινό όλον και την αυτοδιάθεση και ενεργή συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση της πολιτικής βούλησης, επιχειρούν να γκρεμίσουν συνθέμελα το οικοδόμημα του κοινωνικού κράτους δικαίου, η ανοικοδόμηση του οποίου απαίτησε πολλές δεκαετίες.
Το μετανεοτερικό κράτος, η υπερεθνική παγκόσμια τάξη και η παγκοσμιοποίηση αντιμετωπίζονται από τους όψιμους εθνικολαϊκιστές ως πηγές παραγωγής κοινωνικής ανισότητας και κοινωνικοοικονομικής καταπίεσης και ως αποδιοπομπαίοι τράγοι. Τα δημοκρατικά ιδεώδη της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης αντιμετωπίζονται απαξιωτικά  και συμπιέζονται μέχρι σύνθλιψης από μια ιδεολογία που εμπεριέχει εθνικολαϊκιστικά και ξενοφοβικά στοιχεία και υπερασπίζεται την εθνική καθαρότητα, η οποία αντικατοπτρίζεται στην κοινή καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία και ιστορία.
Ο μετανεοτερικός εθνικολαϊκισμός υπερασπίζεται το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης και της εθνικής ανεξαρτησίας, παραγνωρίζοντας τα δεινά και τους πολέμους που αυτές προξένησαν στο παρελθόν. Οι θιασώτες του θεωρούν ότι οι γνωστικές ασυμφωνίες των διαφορετικών πολιτιστικών τρόπων ζωής και οι υβριδικές διαφοροποιήσεις στην αφομοίωση των πολιτιστικών προτύπων υπονομεύουν τον ομοιογενή τρόπο ζωής και την συνεκτικότητα και καθιστούν επισφαλή την συλλογική ταυτότητα, κλονίζοντας την ομοιογενή βάση της αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι ανοίξαμε ένα νέο κοινωνικοπολιτικό κεφάλαιο στην ιστορία; Ότι μπήκαμε στην τροχιά μιας εποχής στην οποία μπορεί να συμβεί το αδιανόητο; Ότι ο νέος εθνικολαϊκισμός θα ενταφιάσει το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος δικαίου; Πιθανώς να συμβαίνουν ή να συμβούν όλα τα παραπάνω. Διαφορετικά, πως μπορεί να εξηγήσει κανείς την εκλογή του Τραμπ, το Brexit, την άνοδο των ποσοστών του εθνικολαϊκισμού στη Γαλλία, την Ολλανδία, την Φιλανδία, την Αυστρία, την Ιταλία, την Γερμανία, την Ελλάδα και αλλού; Εάν σε αυτές τις χώρες προστεθούν και οι χώρες με αβαθείς δημοκρατικές παραδόσεις, όπως αυτές του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού (Ρωσία, Λευκορωσία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, κ.α.) και η μουσουλμανική Τουρκία, δεν απομένει πολύς χώρος για να συνεχίσει να ευδοκιμεί στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο η φιλελεύθερη δημοκρατία και το κράτος δικαίου.
Τι μας οδήγησε στην κατάσταση αυτή; Γιατί διεκόπη άδοξα η πορεία της περαιτέρω ενοποίησης της ΕΕ, της διεθνοποίησης και της παγκοσμιοποίησης; Για την αντιστροφή αυτής της τάσης είναι εξίσου υπαίτιοι  τόσο η συμπεριφορά της καθεστηκυίας τάξης των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, όσο και οι πολιτικές που εφαρμόζονται τις τελευταίες δύο δεκαετίες από την εξουσιολάγνα και αδρά αμειβόμενη γραφειοκρατία των Βρυξελλών.
Πρώτο βασικό αίτιο  είναι η ενσωμάτωση στην ΕΕ των χωρών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Το εγχείρημα ήταν πρόωρο και άστοχο, διότι τα πολιτικοοικονομικά και κοινωνικά δεδομένα των χωρών αυτών δεν επέτρεπαν καμιά αισιοδοξία για μεσοπρόθεσμη πολιτική και οικονομική σύγκλιση. Πρόκειται για μια κραυγαλέα λανθασμένη στρατηγική κίνηση, αφού όπως αποδείχθηκε, οι χώρες αυτές, είκοσι επτά χρόνια μετά την απελευθέρωσή τους από τον δυναστικό, ψευδοσοσιαλιστικό ζυγό, δυσκολεύονται να ενσωματώσουν στο πολίτευμά τους τις αρχές και τα ιδεώδη της δυτικού τύπου δημοκρατικής διακυβέρνησης, ενώ και η σύγκλιση των  οικονομιών τους με τον μέσο όρο της Ε.Ε. φαντάζει άπιαστο όνειρο. Αυτές, όμως, οι αδυναμίες των εν λόγω χωρών συνέβαλαν, σε μεγάλο βαθμό, στην διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής της Ε.Ε., μιας από τις θεμελιοδέστερες αρχές της, η οποία προχωρούσε ούτως ή άλλως ασθμαίνοντας, εξαιτίας των δυσκολιών προσαρμογής των χωρών του νότου. Οι πολίτες των χωρών αυτών  προσέτρεξαν στον παράδεισο της Ε.Ε., ο οποίος όμως αποδείχθηκε πως μόνον παράδεισος δεν ήταν, διότι τα δικαιώματα και οι απολαβές από την ένταξη συνοδεύονταν από σοβαρές υποχρεώσεις και δύσκολες μεταρρυθμίσεις, άγνωστες στα μέχρι τότε ήθη και τρόπο ζωής τους.
Δεύτερο βασικό αίτιο υποκίνησης του ευρωσκεπτικισμού είναι η δυσκίνητη και συχνά αλαζονική συμπεριφορά του γραφειοκρατικού μηχανισμού των Βρυξελλών. Αρχές, διαδικασίες, δυσκινησία στη λήψη αποφάσεων και αποφάσεις που αντιστρατεύονται στα εθνικά συμφέροντα των κρατών-μελών προκαλούν δυσφορία στους πολίτες, η οποία επιδεινώνεται και μετατρέπεται σε αγανάκτηση από τις παχυλές αμοιβές των αξιωματούχων.
        Τρίτο βασικό αίτιο, είναι η αδυναμία της Ε.Ε. να αντιμετωπίσει την ανεργία και ιδιαίτερα αυτήν των νέων. Την στιγμή που η γραφειοκρατία των Βρυξελλών τρέφεται με το γάλα των παχιών αγελάδων, οι οποίες εκτρέφονται  από την φορολογία των πολιτών των κρατών–μελών, οι νέοι στα κράτη-μέλη είναι άνεργοι σε ποσοστό που φθάνει το 50% ή εργάζονται με μισθούς που δεν ξεπερνούν τα πεντακόσια ευρώ ή μεταναστεύουν σε αναζήτηση καλύτερης τύχης.   
        Σε όλα τα παραπάνω ήρθε να προστεθεί τελευταία και η αδυναμία της Ε.Ε. να αντιμετωπίσει  το εκρηκτικό πρόβλημα του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος. Ο μηχανισμοί της Ε.Ε. συνελήφθησαν κοιμώμενοι. Όχι μόνον δεν προέβλεψαν το πρόβλημα, αλλά όταν αυτό άρχισε να διογκώνεται δεν έδειξαν τα απαιτούμενα αντανακλαστικά, με αποτέλεσμα αφενός να επιφορτισθούν το μεγαλύτερο κόστος η Ελλάδα και η Ιταλία, αφετέρου  να αποτελέσει αυτό την θρυαλλίδα για ανάπτυξη ξενοφοβικών συναισθημάτων που οδήγησαν στην περιχαράκωση των περισσότερων κρατών—μελών και στην ανέγερση τειχών.
Μετά από όλα αυτά, το ερώτημα που τίθεται είναι αν η κατάσταση είναι αναστρέψιμη. Πιστεύω πως είναι, υπό την προϋπόθεση ότι η Ε..Ε. θα προχωρήσει στην υλοποίηση δομικών μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσουν την εικόνα της και θα της προσδώσουν νέα δυναμική.  Ως αναγκαιότερες θα σκιαγραφήσω, για την οικονομία του χώρου, τρεις: την αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής, την μετεξέλιξη της εξωτερικής πολιτικής σε δυναμικό εργαλείο καθορισμού της συνολικής της πολιτικής διεύθυνσης και την απεπαγγελματοποίηση του γραφειοκρατικού μηχανισμού και της πολιτικής.
Η ενδυνάμωση των δικτύων της κοινωνικής πρόνοιας, μέσω της χρηματοδότησης δράσεων και πολιτικών στους τομείς της εργασίας, της εκπαίδευσης, της φτώχειας, κ.λ.π., θα δώσει προοπτική στους νέους και αξιοπρέπεια στους κοινωνικά αποκλεισμένους.
Η δυναμική εξωτερική πολιτική θα επιτρέπει στην Ε.Ε. να παρεμβαίνει προληπτικά και έγκαιρα στα σημεία που γεννώνται τα προβλήματα και όχι πυροσβεστικά ασθμαίνοντας. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να αυτονομηθεί, να κοιτάξει στα μάτια την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και να πάψει να αποτελεί παρακολούθημα της τελευταίας. Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δημιούργησε τα προβλήματα στην Β. Αφρική και στη Μέση Ανατολή, αλλά η Ε.Ε. επωμίζεται το κόστος του προσφυγικού ρεύματος.
Τέλος, η απεπαγγελματοποίηση του γραφειοκρατικού μηχανισμού και της πολιτικής, που θα περιλαμβάνει ανώτατο όριο  ετών υπηρεσίας για τους αξιωματούχους και θητειών για τους ευρωβουλευτές, καθώς και κατάργηση των παχυλών προνομίων, θα διαρρήξει τον δίαυλο της διαπλοκής που ποδηγετεί τις πολιτικές της, θα καταπολεμήσει το lobbing και την διαφθορά και θα αιματώσει την κεντρική σκηνή των Βρυξελλών με νέο, υγιές και άξιο παραγωγικό ανθρώπινο δυναμικό. Αν μάλιστα αυτό συνδυασθεί με την υποχρεωτική αξιοποίηση των αποχωρούντων από την Ε.Ε. αξιωματούχων στις κρατικές δομές των κρατών–μελών, το όφελος των τελευταίων θα είναι πολλαπλασιαστικό.
Κοντολογίς, η  Ε.Ε. θα πρέπει να αναζητήσει και να ενεργοποιήσει και πάλι εκείνο το οραματικό αίσθημα ευθύνης, το οποίο θα αναχαιτίσει τις φαινομενικά αναπόδραστες βουλές των ζοφερών δυνάμεων, που επιχειρούν να στείλουν την Ευρώπη και πάλι στην αγκαλιά του εωσφόρου και να ξαναγράψουν την ιστορία ως φάρσα.


Ο Ανδρέας Μήλιος είναι διδάκτορας Πολιτειολογίας του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης και οικονομολόγος με μεταπτυχιακό στο Μάρκετινγκ.